Τρίτη βράδυ
Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023
Άρθρο Του Μιχάλη Τσιντσινή
Δεν τους αντέχω. Πραγματικά, δεν τους αντέχω. Όλο παρατηρήσεις. «Ξεκόλλα, παιδί μου, λίγο από το κινητό σου. Τόσες μέρες έχουμε να σε δούμε, να βρεθούμε σαν οικογένεια. Ξεκόλλα». Ή προχθές το βράδυ: «Τι είν’ αυτό που φόρεσες; Το άλλο μισό πού είναι;». Και στο τέλος το καλύτερο: «Τρεις μέρες εδώ, δεν σε είδα να ανοίγεις βιβλίο. Απορώ, τι σόι πανεπιστήμιο είναι αυτό που πας».
Σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου (19/03/23)
Δεν τους αντέχω. Πραγματικά, δεν τους αντέχω. Όλο παρατηρήσεις. «Ξεκόλλα, παιδί μου, λίγο από το κινητό σου. Τόσες μέρες έχουμε να σε δούμε, να βρεθούμε σαν οικογένεια. Ξεκόλλα». Ή προχθές το βράδυ: «Τι είν’ αυτό που φόρεσες; Το άλλο μισό πού είναι;». Και στο τέλος το καλύτερο: «Τρεις μέρες εδώ, δεν σε είδα να ανοίγεις βιβλίο. Απορώ, τι σόι πανεπιστήμιο είναι αυτό που πας».
στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ότι δηλαδή, τι; Είμαι ακόμη μωρό; Είμαι μωρό και θα με ελέγχεις; Προτού δώσω Πανελλήνιες, κοιτούσα στατιστικές. Οι μαθητές από τη Θεσσαλία, λέει, τα πάνε καλά στις εξετάσεις. Χαχα! Προφανώς! Πολύ λογικό. Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγεις είναι να διαβάσεις. Κι εγώ αυτό σκεφτόμουν. Να διαβάσω, να φύγω. Ελευθερία.
Μεγαλύτερη ελευθερία έχω στα 55 τετραγωνικά, στη Θεσσαλονίκη, παρά στο σπίτι στο χωριό. Τώρα κοιμάμαι στο σαλoνάκι, αλλά η συμφωνία με την Α. είναι ότι μετά το δεύτερο έτος θα μετακομίσω εγώ στο υπνοδωμάτιο και θα έρθει εκείνη στο σαλόνι.
Όταν είχαμε ανέβει με τη μαμά μου και τη μαμά της για να βρούμε διαμέρισμα, είχα απελπιστεί. Ολα ήταν απλησίαστα. Είχα φοβηθεί ότι θα με έστελναν να μείνω στην εστία. Είδαμε αυτό το δυάρι. Χμ. Σίγουρα όχι αυτό που είχα ονειρευτεί.
Φαντάσου ότι στον νεροχύτη της κουζίνας είχε ακόμη τάπερ με φαγητά από τον προηγούμενο ενοικιαστή. Δεν τον ένοιαζε τον ιδιοκτήτη να τα πετάξει. Τα είχε αφήσει εκεί να μουχλιάσουν. Ηταν τόσο σίγουρος ότι θα το νοίκιαζε. Κατάφερα να το αγαπήσω το δυαράκι. Το πρώτο μου σπίτι.
Η Α., που πάντα το παίζει σοφή, λέει ότι το ίδιο θα συμβεί και με τους γονείς μου. Στο τέλος, λέει, ενηλικιώνεσαι και δεν νιώθεις πια κανέναν λόγο να είσαι σε πόλεμο μαζί τους. Η αγκαλιά τους δεν σε πνίγει. Μένει μόνο η αγάπη.
Έτσι, λέει, θα καταλήξεις στο τέλος να αγαπάς και το χωριό. Το χωριό σου. Θυμάμαι πώς με είχε αγκαλιάσει η μάνα μου την πρώτη φορά που με πήγαν να πάρω το τρένο για Θεσσαλονίκη. Με κλείδωσε πάνω της και δεν με άφηνε. Λες και θα έκανε χρόνια να με δει.
Μ’ αρέσει το τρένο. Η στιγμή που μπήκα στον σταθμό ήταν η καλύτερη στιγμή του τριημέρου. Η στιγμή που κάθομαι στο βαγόνι και βάζω τα ακουστικά. Και δεν ακούω πια τις φωνές του σπιτιού. Αυτό που, αντί να μιλάνε, φωνάζουν, ενώ είναι δίπλα ο ένας στον άλλον.
Με το που μπαίνω στο βαγόνι έχω φύγει. Κλείνω τα μάτια, αλλά δεν κοιμάμαι. Κάτω από τη μουσική με υπνωτίζει η μεταλλική μονοτονία των τροχών.
Καταλαβαίνω ότι δεν με έχει πάρει ο ύπνος μόνο όταν με βαράει η βραχνή φωνή: «Σε πέντε λεπτά η αμαξοστοιχία αναμένεται να εισέλθει στον σταθμό της Λάρισας. Οι επιβάτες με προορισμό…».
Μας κράτησαν πάλι καμιά ώρα. Ένας τύπος χτυπιόταν: «Μα, επιτέλους, θα έρθει κανένας υ-πεύ-θυ-νος να μας ενημερώσει; Περιμένουμε εδώ τόση ώρα σαν τα ζώα». Χαλάρωσε, ρε φίλε. Τι ουρλιάζεις; Ούτως ή άλλως, μεσάνυχτα θα φτάσουμε. Τι 12, τι 1; Σε περιμένει κανένα πάρτι;
Σε λίγο μπαίνουμε στα Τέμπη. Όταν τα περνάω τη μέρα, ανοίγω τα μάτια. Κολλάω στο τζάμι. Είναι το πιο ωραίο κομμάτι της διαδρομής. Σαν να μπαίνεις μέσα στα βουνά. Στα σπλάχνα της φύσης.
Το βράδυ δεν βλέπεις τίποτα. Μόνο τη σκιά που ρίχνουν τα δέντρα όπου πέφτει αραιά κανένα φως. Η νύχτα στο τρένο δεν έχει το σκοτάδι του φόβου. Έχει το σκοτάδι του ύπνου. Το γλυκό σκοτάδι.
Να πάρω αύριο τη μαμά, μάλλον. Να ξαναγαπήσουμε.
Το βαγόνι γέμισε σιωπή. Η κοιλάδα έχει γεμίσει νύχτα. Όλα ήσυχα.
Όλα καλά.