Επικαιρότητα Ανακοινώσεις Αναλύσεις Άρθρα
Εργασιακά δικαιώματα Καταστατικό Εργασιακά θέματα
Ποιοι είμαστε
Επικαιρότητα
Βιβλιοθήκη
Χρήσιμοι σύνδεσμοι
Προσφορές
Επικοινωνία

Πανελλαδικό Σωματείο
Εργατοϋπαλλήλων
Επιχείρησης

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΥΠΕΡΑΓΟΡΕΣ
ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ

Καλώς ήρθατε!

Τελευταίες αναρτήσεις

«Επάγγελμα Φιλιππινέζα» για μια ζωή

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Άρθρο της Μαριάννας Κακαουνάκη
Η άγνωστη ιστορία των συνδικαλιστών οι οποίοι στήριξαν την κοινότητα των γυναικών που ζουν από το ’80 στην Ελλάδα

Η Αλίσια Καπουλόνκ ζει και εργάζεται στην Ελλάδα από το 1987. Σήμερα, κοντά στα 70 πια, κάνει ενέργειες για να βγει στη σύνταξη, όμως ο δικηγόρος της έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως μάλλον τα πρώτα 11 χρόνια ήταν ανασφάλιστη.

Η άγνωστη ιστορία των συνδικαλιστών οι οποίοι στήριξαν την κοινότητα των γυναικών που ζουν από το ’80 στην Ελλάδα

Άρθρο Της Μαριάννας Κακαουνάκη
στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η Αλίσια Καπουλόνκ θυμάται με κάθε λεπτομέρεια την ημέρα που έφθασε στην Ελλάδα. Ηταν Σάββατο, 9 Ιουνίου 1987. Ακόμα και την ώρα θυμάται. Δύο το μεσημέρι. Ηταν η πρώτη φορά που ταξίδευε εκτός Φιλιππίνων, ήταν φοβισμένη, αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει. Στη βαλίτσα της είχε κάποια παραδοσιακά γλυκά για τους νέους εργοδότες της, τη Βίβλο, φωτογραφίες των τεσσάρων παιδιών και του άνδρα που άφηνε πίσω.

Στο αεροδρόμιο την περίμενε ο «κύριος», στην οικογένεια του οποίου θα εργαζόταν ως «εσωτερική». Το επόμενο πρωί ξεκίνησε να δουλεύει. Περιγράφει πως ήταν από τις τυχερές, της φέρονταν ανθρώπινα, αν και από εκείνο το πρώτο διάστημα δεν θυμάται πολλά, πέρα από το ότι εργαζόταν σαν ρομπότ. Καθάριζε, μαγείρευε, φρόντιζε τα παιδιά, το Σάββατο αφού μάζευε το μεσημεριανό τραπέζι έβγαινε από το σπίτι και επέστρεφε ξανά Κυριακή βράδυ.

Στο ρεπό της έκανε και δεύτερη δουλειά για να μπορεί να στέλνει περισσότερα χρήματα στους δικούς της. «Εκρυβα τα χρήματα σε ασημόχαρτο μέσα σε μια καρτ-ποστάλ και τα ταχυδρομούσα μαζί με γράμματα για τα παιδιά. Σπάνια μιλούσαμε στο τηλέφωνο γιατί ήταν ακριβό», λέει στην «Κ». Της έλειπαν, αλλά βοηθούσε πως μεγάλωνε δύο άλλα παιδιά. «Πολλές φορές τα αγκάλιαζα και σκεφτόμουν πως αγκαλιάζω τα δικά μου», θυμάται.

«Η θυσία αυτή, το να ζω μακριά τους, είναι κάτι συνηθισμένο για εμάς. Οι περισσότερες τα στερηθήκαμε για να τους προσφέρουμε μια καλύτερη ζωή», εξηγεί. Δύο χρόνια μετά επέστρεψε στη χώρα της για να τα δει. Ακόμα θυμάται τη λαχτάρα της όταν το αεροπλάνο προσγειωνόταν στη Μανίλα.

Το ταξίδι όμως δεν ήταν όπως το είχε ονειρευτεί. Το μικρό της –που όταν έφυγε ήταν δύο ετών– δεν την αναγνώριζε. Εκλαιγε κάθε φορά που το έπαιρνε αγκαλιά. Τα μεγαλύτερα ήταν επίσης απόμακρα. Κάθισε ένα μήνα, αλλά ένιωθε συνεχώς ένα σφίξιμο, γιατί ήξερε πως θα ξανάφευγε και θα έκανε άλλα δύο χρόνια να τα δει.

Η ζωή της συνεχίστηκε έτσι μέχρι το 2002. Τότε μπόρεσε να φέρει τα τρία κορίτσια της στην Ελλάδα. Θα τα είχε κοντά της και θα ξεκινούσαν και εκείνα δουλειά. Την ημέρα της άφιξής τους είχε στολίσει το σπίτι, είχε μαγειρέψει γιορτινά. Θυμάται το πρώτο βράδυ να νιώθει ευτυχισμένη. Γρήγορα όμως η συμβίωση έγινε δύσκολη. «Ημασταν σαν ξένοι. Μου κρατούσαν κακία που μεγάλωσαν χωρίς εμένα».

Πέντε χρόνια μετά επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Τα χρόνια πέρασαν, η Αλίσια άλλαξε δουλειές, κάποιοι της φέρθηκαν καλά, άλλοι λιγότερο. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται σε μια οικογένεια που τη νιώθει σαν δική της. Εχει δει το αγόρι να μεγαλώνει και όταν πριν από δύο χρόνια αρρώστησε βαριά και χρειάστηκε να μείνει σπίτι, τη στήριξαν σε ό,τι χρειαζόταν. Ξέρει πως αυτό αποτελεί εξαίρεση. Τώρα που κοντεύει τα 70 ξεκίνησε τη διαδικασία για να βγει στη σύνταξη. Ο δικηγόρος της όμως, που για μήνες προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς ένσημα έχει, κατέληξε στο συμπέρασμα πως μάλλον τα πρώτα 11 χρόνια ήταν ανασφάλιστη.

Σήμερα 12.817 Φιλιππινέζοι ζουν στην Ελλάδα. Πολλοί εξ αυτών, όπως η Αλίσια, δεν γνώριζαν καν τα δικαιώματά τους. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που η Ντέμπι και ο Τζο Βαλένσια ήρθαν στην Ελλάδα το 1983 με πρόσκληση από στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Και οι δύο με ενεργή συνδικαλιστική δράση, τον πρώτο καιρό συναντούσαν τους συμπατριώτες τους (κυρίως γυναίκες) στην εκκλησία ή στα δωμάτια που νοίκιαζαν για το βράδυ που είχαν ρεπό και απλώς άκουγαν τις ιστορίες τους – συνήθως τις δύσκολες. Για οικογένειες που είχαν απαίτηση να είναι διαθέσιμες συνεχώς και μέσα στο βράδυ όταν έκαναν τραπέζια ή ξυπνούσαν τα παιδιά. Οι ίδιες τα μεγάλωναν, αλλά είχαν και την έγνοια να μην τους δείξουν εκείνα αδυναμία, γιατί πολλές μητέρες αισθάνονταν ζήλια και ξεσπούσαν με άλλες άσχετες αφορμές.

Σήμερα 12.817 Φιλιππινέζοι βρίσκονται στην Ελλάδα. Πολλοί εξ αυτών, όπως η Αλίσια, δεν γνώριζαν καν τα δικαιώματά τους.

Συχνά τους φόρτωναν και άλλες αρμοδιότητες: Να καθαρίζουν το σπίτι κάποιου συγγενούς ή το σκάφος. Η Ντέμπι θυμάται και ακραίες συμπεριφορές, όπως μια οικογένεια που είχε βάλει σε ένα πιάτο τα αποφάγια για να φάει η κοπέλα που έμενε μαζί τους. Μια μέρα μια άλλη γυναίκα της τηλεφώνησε κλαίγοντας πως η εργοδότριά της της πέταξε μια κουτάλα στο κεφάλι γιατί κάτι δεν είχε γίνει όπως το ήθελε. Η Ντέμπι της είπε πως πρέπει να φύγει αμέσως. Η οικογένεια όμως κρατούσε το διαβατήριό της (μια πρακτική που γινόταν κατά κόρον, πλέον όχι συχνά).

«Μη φοβάσαι. Θα σε βοηθήσουμε», την είχε διαβεβαιώσει. Η κοπέλα έβαλε τα πράγματά της σε μια σακούλα σκουπιδιών για να μην κινήσει υποψίες και έφυγε. Μέχρι να βρει δουλειά φιλοξενήθηκε στο σπίτι των Βαλένσια, αλλά ήταν τόσο φοβισμένη που δεν έβγαινε ούτε στο τετράγωνο. Τα αφεντικά τής είχαν πει πως έχουν δύναμη να τη στείλουν στις Φιλιππίνες. Κάτι που, όπως λέει, έχει γίνει τουλάχιστον μία φορά.

Το 1983 η Ντέμπι Βαλένσια με τον σύζυγό της Τζο, αμφότεροι συνδικαλιστές, ήρθαν στην Ελλάδα για να συμβάλουν στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των συμπατριωτών τους. Ηδη από το 1987 βοηθούν όποιον έχει ανάγκη μέσω της ένωσης Kasapi Hellas.

Μια άλλη γυναίκα που επίσης εργαζόταν εσωτερική είχε συμφωνήσει να της δίνουν ένα μικρό ποσό από τον μισθό κάθε μήνα και το υπόλοιπο να το κρατάνε ώστε όταν θα επέστρεφε στις Φιλιππίνες να έχει ένα κεφάλαιο. Οταν όμως κάποια στιγμή τους ζήτησε ένα μέρος από τα χρήματα, της είπαν πως αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Απευθύνθηκε στην Ντέμπι, βρήκαν δικηγόρο, αλλά η συμφωνία ήταν προφορική και δεν υπήρχε τρόπος να βρει το δίκιο της, ούτε να πάρει τα χρήματά της.

Αλλά ήδη από το 1987 το ζεύγος Βαλένσια μαζί με άλλους συμπατριώτες του ίδρυσαν την Kasapi Hellas – μια ένωση μέσω της οποίας με την πάροδο των χρόνων άνοιξαν παιδικό σταθμό, χορηγούν δάνεια με χαμηλό επιτόκιο και βοηθούν με νομική υποστήριξη όποιον έχει ανάγκη. Στο πλαίσιο της ένωσης, ο Τζο συνάντησε στις αρχές του 2019 δύο νέους ερευνητές, τον Ανδρέα Μπλουμ και την Ντιλάρα Ντεμίρ. «Θέλω να κάνετε μια εμπεριστατωμένη έρευνα για τα προβλήματά μας, ώστε να μπορέσουμε να ασκήσουμε πίεση στους αρμοδίους», τους είπε.

Ο Μπλουμ γνώριζε καλά την κοινότητα έχοντας συνεργαστεί μαζί της στο παρελθόν και η Ντεμίρ είχε εμπειρία από αντίστοιχες έρευνες στην Αμερική. Επίσης, η γιαγιά της ήταν οικιακή βοηθός στην Τουρκία και το θέμα την άγγιζε προσωπικά. Δέχτηκαν την πρόσκληση και ξεκίνησαν.

Με τη βοήθεια της κοινότητας κατέληξαν σε 100 ερωτήσεις που θα φώτιζαν τις εργασιακές συνθήκες τους. Συνολικά 110 άτομα πήραν μέρος και η έρευνα με τίτλο «Εργασία και συνταξιοδότηση με αξιοπρέπεια» έχει ήδη διανεμηθεί από τον Τζο στα αρμόδια υπουργικά γραφεία στις Φιλιππίνες, προκειμένου να πιέσουν για να προχωρήσει η συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών για κοινωνική ασφάλιση. Η συμφωνία –που ήδη υπάρχει με δέκα χώρες της Ε.Ε.– ουσιαστικά θα επιτρέπει να μεταφερθούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα από την Ελλάδα στις Φιλιππίνες. Τώρα, όσοι επιθυμούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους αναγκάζονται να ταξιδεύουν στην Ελλάδα για να ανανεώσουν τα χαρτιά τους αντιμετωπίζοντας ένα σωρό γραφειοκρατικά εμπόδια.

Τα ευρήματα –που είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, το οποίο στήριξε την έρευνα– έφεραν στην επιφάνεια χρόνια, σοβαρά προβλήματα: απλήρωτες υπερωρίες, καθυστέρηση στην καταβολή μισθού, μη καταβολή δώρων, αυθαίρετες περικοπές μισθού και πίεση εν μέσω πανδημίας να μετακομίσουν στα σπίτια όπου εργάζονταν και να μη βλέπουν τους δικούς τους. Αλλά αυτό που πραγματικά ξάφνιασε την Ντεμίρ και τον Μπλουμ είναι πως 65% των ερωτηθέντων δεν ήξεραν τι χρειάζεται για να βγουν στη σύνταξη, 67% δεν είχαν συμβόλαιο με τους εργοδότες τους και 4% δεν γνώριζαν καν εάν έχουν (τα παραπάνω οδήγησαν την κοινότητα να οργανώσει σεμινάρια για να ενημερωθούν κατάλληλα).

Οι ιστορίες, πάντως, που άκουσαν οι δύο ερευνητές τους συγκίνησαν: «Πολλοί Φιλιππινέζοι εργάζονται εδώ και τέσσερις δεκαετίες στην Ελλάδα και ακόμα αγωνίζονται. Οχι για καλύτερες συνθήκες, αλλά για τα βασικά. Παρ’ όλα αυτά παραμένουν αισιόδοξοι και διατεθειμένοι να αγωνιστούν ώστε να συνταξιοδοτηθούν με αξιοπρέπεια και –το κυριότερο– να εξασφαλίσουν καλύτερες εργασιακές συνθήκες για την επόμενη γενιά», καταλήγουν.

Η Βανέσα Κασίντσιντ γεννήθηκε στην Ελλάδα το 1995 από γονείς μετανάστες. Σήμερα είναι η ίδια μητέρα. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα της και, όπως λέει, δεν έχει νιώσει ρατσισμό, αν και συχνά της λένε ανέκδοτα πως πρέπει να είναι εξαιρετική στις δουλειές του σπιτιού…


«Ευτυχώς, μας προσλαμβάνουν στα γιαπωνέζικα εστιατόρια…»

«Για εμένα οι Φιλιππίνες είναι ο τόπος των γονιών μου και η Ελλάδα η δική μου πατρίδα», λέει στην «Κ» η Βανέσα Κασίντσιντ. Η μητέρα της είχε έρθει το 1988 για να βρει τη δική της μητέρα που δούλευε εσωτερική, αλλά όταν το 1995 τη γέννησε, επέλεξε να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο για να έχει σταθερό ωράριο και να είναι κοντά της. Ηταν μία από τις εξαιρέσεις. Η κολλητή φίλη της Βανέσα μεγάλωσε βλέποντας τη μητέρα της μόνο τις Κυριακές. Τη μεγάλωσε ο πατέρας της που δούλευε οδηγός σε μια ξένη πρεσβεία. Η κοινότητα των Φιλιππινέζων, οι οποίοι έχουν επιλέξει να μένουν στις ίδιες γειτονιές, έχει δημιουργήσει ένα δίκτυο αλληλοϋποστήριξης, συχνά χωρίς αντάλλαγμα.

Κάθε Κυριακή όλοι ανεξαιρέτως πηγαίνουν στην εκκλησία και η Βανέσα θυμάται εκεί να ακούει ιστορίες από τα πλούσια σπίτια όπου δούλευαν οι φίλες της μητέρας της. Προτιμάει να μιλήσει για τις καλές ιστορίες: Μια οικογένεια που έγιναν νονοί του μωρού και κάλυπταν τα έξοδά του, μια άλλη Φιλιππινέζα που κληρονόμησε ένα σπίτι και τώρα ζει εκεί. Μεγαλώνοντας βέβαια δεν ήθελε με τίποτα να σκεφθεί πως η ίδια μπορεί κάποια μέρα να δουλέψει σε σπίτι. «Δεν το θεωρώ κακό ή ντροπή, απλώς το έχει κάνει η γενιά της μητέρας μου για ένα καλύτερο μέλλον για εμάς. Θα ήταν σαν να αποτύχαμε. Και εκείνοι και εμείς».

Στην Ελλάδα λέει πως δεν έχει νιώσει ρατσισμό, αν και στον δρόμο πολλές φορές της έχουν φωνάξει «τσιν τσαν τσον» θεωρώντας πως είναι Κινέζα ή της λένε ανέκδοτα πως πρέπει να είναι εξαιρετική στις δουλειές του σπιτιού. Μετά το σχολείο ξεκίνησε να σπουδάζει τουριστικά, αλλά μέσα στην κρίση αναγκάστηκε να αναζητήσει δουλειά ως οικιακή βοηθός. «Ευτυχώς όμως άνοιξαν όλα αυτά τα γιαπωνέζικα εστιατόρια και δεν χρειάστηκε», εξηγεί. Η ασιατική καταγωγή ήταν η μοναδική προϋπόθεση για άμεση πρόσληψη. «Για να δείχνουν πως οι υπάλληλοι είναι Ιάπωνες».

Οι περισσότεροι συνομήλικοί της εργάζονται σε αυτά τα εστιατόρια ή σε τουριστικά γραφεία, ενώ πολλοί έχουν βρει δουλειά σε τηλεφωνικά κέντρα. Ο αδελφός της είναι ο μόνος που ξέρει ο οποίος ακολουθεί πραγματικά το όνειρό του και σήμερα είναι επιτυχημένος d.j. Το δικό της όνειρο ήταν να γίνει αεροσυνοδός, αλλά πριν από τέσσερα χρόνια γέννησε τον πρώτο γιο της, τον Τζοβάν, και δεν το προσπάθησε καν γιατί δεν ήθελε να λείπει μακριά του. Τώρα ονειρεύεται μια όμορφη ζωή για εκείνον. «Δεν με νοιάζει τι θα γίνει, αρκεί να του αρέσει. Να είναι ευτυχισμένος», καταλήγει.