Mobbing: Η μάστιγα της ηθικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας
Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023
Άρθρο της Λίνας Γιάνναρου
Συχνά-πυκνά ο προϊστάμενός μου
έρχεται και επιδεικτικά δίνει συγχαρητήρια σε συνάδελφό μου, για δουλειά που
έχω κάνει εγώ». «Στην αρχή της χρονιάς κανονίστηκε έξοδος με όλο το τμήμα
χωρίς να προσκληθώ. Το έμαθα από τις φωτογραφίες που ανέβασαν στο Facebook».
Συχνά-πυκνά ο προϊστάμενός μου έρχεται και επιδεικτικά δίνει συγχαρητήρια σε συνάδελφό μου, για δουλειά που έχω κάνει εγώ». «Στην αρχή της χρονιάς κανονίστηκε έξοδος με όλο το τμήμα χωρίς να προσκληθώ. Το έμαθα από τις φωτογραφίες που ανέβασαν στο Facebook».
στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
«Έχουν ειπωθεί σε ανωτέρους μου πράγματα για μένα που δεν ισχύουν. Σαν αποτέλεσμα μου αφαιρέθηκαν αρμοδιότητες χωρίς να μου δοθεί κάποια εξήγηση. Από τότε δεν έχω καταφέρει να πείσω ότι δεν είμαι ελέφαντας και να ξαναβρεθώ στη θέση που ήμουν. Κανένας από τους συναδέλφους μου που μου έλεγαν πόσο καλή είμαι στη δουλειά, δεν με υπερασπίστηκε».
«Σηκώνομαι κάθε πρωί με σφιγμένο στομάχι. Όταν χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο μάνατζέρ μου δεν ξέρω τι θα ακούσω». «Για χρόνια μου έλεγε σχεδόν καθημερινά ότι δεν αξίζω τίποτα και αν δεν ήταν εκείνος (σ.σ. ο προϊστάμενός μου) δεν θα βρισκόμουν σε αυτή τη θέση. Oτι μου κάνουν χάρη που με έχουν». «Μου έλεγε ότι δεν έχω ανατροφή από το σπίτι μου – μια φορά με είχε πάρει και ούρλιαζε στο τηλέφωνο. Του έλεγα ότι οδηγώ και να περιμένει μια στιγμή να σταματήσω κάπου να μιλήσουμε, αλλά ήταν σε παραλήρημα. Θυμάμαι να γυρίζω σπίτι κλαίγοντας. Εκείνη την εποχή δεν έβλεπα φως πουθενά. Ήξερα ότι όσο προσεκτική και αν είμαι, αυτός θα βρει πάτημα να μου την πέσει».
Οι παραπάνω μαρτυρίες είναι αληθινές και εάν σε αυτές αναγνωρίζετε πρόσωπα ή καταστάσεις, αυτό δεν είναι εντελώς συμπτωματικό. Οι περισσότεροι έχουμε να θυμηθούμε περιόδους στην επαγγελματική μας ζωή στις οποίες υπήρξαμε στόχοι τέτοιων συμπεριφορών, οι οποίες άφησαν το δικό τους στίγμα στη σωματική και ψυχική μας υγεία.
Μολονότι σπάνια αναγνωρίζεται από τους οργανισμούς ή τον περίγυρο («θέλει “στομάχι” αυτή η δουλειά», «μήπως τους παρεξήγησες;», «δεν θέλεις να ψάχνεις αυτή την εποχή για δουλειά»), το φαινόμενο έχει όνομα και μείζονες επιπτώσεις τόσο για το θύμα όσο και για την ίδια την επιχείρηση ή τον δημόσιο οργανισμό.
Πρόκειται για το mobbing, την ηθική παρενόχληση στον χώρο εργασίας. Ο όρος περιγράφει την κατ’ επανάληψιν επιθετική ή υβριστική συμπεριφορά εναντίον ενός εργαζομένου, η οποία εκδηλώνεται με εκφοβιστικές ενέργειες, λόγια ή τρόπους οργάνωσης της εργασίας και στοχεύει στη διαμόρφωση ενός εχθρικού, ταπεινωτικού περιβάλλοντος που προσβάλλει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη σωματική-ψυχική ακεραιότητα του εργαζομένου, προκειμένου να προκαλέσει την απομόνωση ή και παραίτησή του. Όπως λέει η Φ. που έχει ζήσει τέτοιες ακραίες καταστάσεις στην προηγούμενη δουλειά της, «νόμιζα ότι δεν θα ησύχαζε (σ.σ. ο επικεφαλής του τμήματος) εάν δεν έφευγα».
Μολονότι δεν υπάρχουν ειδικά ερευνητικά δεδομένα, μελέτες αναφέρουν ότι ένας στους δέκα Έλληνες βιώνει συνθήκες εκφοβισμού στην εργασία του. Όπως λέει πάντως στην «Κ» ο Αλέξανδρος-Σταμάτιος Αντωνίου, καθηγητής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, ο οποίος ασχολείται εδώ και 25 χρόνια με τις εργασιακές σχέσεις και το mobbing, τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο έχει ενταθεί σημαντικά. «Όλο και περισσότεροι συνάδελφοι, μέσα από πανεπιστήμια ή και άλλους χώρους, μου αναφέρουν τέτοια περιστατικά. Η αύξηση είναι πάρα πολύ μεγάλη». Όπως λέει, η ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια, οι σύγχρονες εργασιακές συνθήκες, τα παιχνίδια εξουσίας, οι παρασκηνιακές πολιτικές και ο άκρατος ανταγωνισμός στον χώρο εργασίας ευνόησαν την εξάπλωση του mobbing, ενώ η πανδημία και ο εγκλεισμός ενέτειναν το πρόβλημα. «Για πάρα πολλούς εργαζομένους ο χώρος εργασίας μετατρέπεται σε πραγματικό εφιάλτη».
Το μοτίβο στα περισσότερα περιστατικά είναι κοινό, σύμφωνα με τον κ. Αντωνίου: ο προϊστάμενος δημιουργεί χωρίς λόγο αρνητικό κλίμα εις βάρος κάποιου εργαζομένου, με τον τελευταίο να αναρωτιέται πού έφταιξε, τι δεν έκανε σωστά, πού υπολείπεται, γιατί οδηγήθηκε εκεί η κατάσταση. «Συχνά ο προϊστάμενος φροντίζει να απομονώνει το θύμα, στήνοντας παγίδες με την υπόλοιπη ομάδα ή κυκλοφορώντας δυσφημιστικά και συκοφαντικά για εκείνον σχόλια. Το σοκ είναι μεγάλο για το θύμα που βρίσκεται απομονωμένο ακόμα και από συναδέλφους με τους οποίους είχε προηγουμένως στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Ωστόσο οι άνθρωποι που μπαίνουν στη διαδικασία να ασκήσουν τέτοιου είδους παρενόχληση έχουν φροντίσει με διαστροφικό και σαδιστικό τρόπο να ελέγχουν τα δίκτυα της επικοινωνίας ώστε να συκοφαντούν ασυστόλως.
Στον αντίποδα τα θύματα είναι συνήθως άνθρωποι με χαμηλό προφίλ, συνεσταλμένοι, αφοσιωμένοι στο εργασιακό τους αντικείμενο. Προσπαθούν να δείξουν την αξία τους, χωρίς να ασχολούνται με τα υπόγεια δίκτυα και το παρασκήνιο που μπορεί να έχει κάθε εργασιακός χώρος και βρίσκονται να διασύρονται εξαιτίας του ψεύτικου προφίλ που έχει κατασκευάσει γι’ αυτούς ο θύτης. Έτσι, αντιλαμβάνονται κάποια στιγμή ότι όλη η προκατάληψη που υφίσταντο στον εργασιακό χώρο οφειλόταν στα συκοφαντικά χρώματα με τα οποία τους είχε σκιαγραφήσει σκοπίμως ο συνάδελφος».
Γιατί κάποιος να αφιερώσει φαιά ουσία για να κάνει κόλαση τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου; «Το mobbing αποτελεί έκφραση συνήθως της ψυχοπαθολογίας του θύτη», λέει ο κ. Αντωνίου. «Συνήθως τα άτομα αυτά έχουν κάποιες διαταραχές προσωπικότητας. Υποφέρουν από κόμπλεξ και αισθήματα μειονεξίας, έχουν προβλήματα σε θέματα υγιούς κοινωνικοποίησης και συναισθηματικής προσέγγισης και ενσυναίσθησης των συνανθρώπων τους. Πολλοί από αυτούς είναι στεγνοί συναισθηματικά. Σε κάθε περίπτωση, εμείς βλέπουμε το αποτέλεσμα. Ότι βάσει αυτής της δομής, οι άνθρωποι αυτοί συμπεριφέρονται έτσι για να καλύψουν δικά τους ελλείμματα και ανεπάρκειες. Και βλέπουμε δυστυχώς ότι συχνά ευχαριστιούνται με τον βασανισμό και την ταλαιπωρία των συνεργατών τους και αποσκοπούν στην ψυχοσωματική τους εξουθένωση».
Μελαγχολία και κατάθλιψη
Οι επιπτώσεις μπορεί να είναι
δραματικές για τα θύματα. Το mobbing έχει συνδεθεί ερευνητικά με την εμφάνιση
μελαγχολίας, άγχους, κατάθλιψης, σωματόμορφων διαταραχών, ψυχοσωματικών
συμπτωμάτων και διαταραχών ύπνου καθώς και με κρίσεις πανικού, εμφράγματα,
αυτοκτονικό ιδεασμό και απόπειρες αυτοκτονίας. «Σημαντική είναι, επίσης, και η
συσχέτιση της ηθικής παρενόχλησης με τη Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (PTSD)
καθώς από σχετικές μελέτες προκύπτουν υψηλά ποσοστά της διαταραχής αυτής σε
θύματα. Οι αρνητικές επιπτώσεις όμως του φαινομένου αυτού στην υγεία του
κακοποιημένου συναδέλφου συμπεριλαμβάνουν και άλλα ποικίλα σοβαρά συμπτώματα
τόσο ψυχικά όσο και σωματικά». Τα φαινόμενα αυτά ωστόσο δηλητηριάζουν συνολικά
το εργασιακό κλίμα, γεγονός που έχει επιπτώσεις στην παραγωγικότητα, στο
αίσθημα αφοσίωσης, στα επίπεδα δημιουργικότητας κ.ά. «Είναι επείγον η
οργανωμένη πολιτεία να κοιτάξει κατάματα το πρόβλημα γιατί τα πράγματα έχουν
φτάσει πλέον σε πολύ υψηλές εντάσεις. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια στην Ελλάδα για
μη αξιοποίηση ή περιθωριοποίηση πολύτιμου ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω τέτοιων
μεσαιωνικού τύπου πρακτικών»
Σημειώνεται ότι ακόμα δεν υπάρχει επαρκές εργατικό νομικό πλαίσιο, γεγονός που ευνοεί τη διάδοση αυτών των φαινομένων. «Όσοι απολαμβάνουν και επιδιώκουν να δημιουργούν τέτοιου είδους καταστάσεις ξέρουν ότι υπάρχει αυτό το κενό. Βεβαίως πολλές φορές την πατάνε γιατί ξεκινούν από εκεί αλλά επειδή είναι εμπαθείς ξεφεύγουν πολύ, με αποτέλεσμα οι πράξεις τους να εμπίπτουν τελικά σε διατάξεις της βασικής νομοθεσίας και του ποινικού κώδικα, για προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κατάχρηση εξουσίας, παράβαση καθήκοντος, συκοφαντική δυσφήμιση, εξύβριση κ.λπ.».
«Είχα αρχίσει να τρέμω και να τραυλίζω»
Κανένας κλάδος
δεν φαίνεται να έχει ανοσία στην ηθική παρενόχληση στον χώρο εργασίας. Ακόμα
και ο ακαδημαϊκός χώρος συνταράσσεται από τέτοια φαινόμενα, με δεκάδες μέλη
του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού να αισθάνονται εγκλωβισμένα και
αβοήθητα. Το «ακαδημαϊκό mobbing», όπως λέγεται, συνιστά μία «περίτεχνη»
συμπεριφορά που υιοθετούν κάποιοι ακαδημαϊκοί προκειμένου να φέρουν σε δυσχερή
θέση, να ταπεινώσουν και να «εξουθενώσουν» συναισθηματικά έναν συνάδελφό τους
–συνήθως χαμηλότερης βαθμίδας– μέσω αβάσιμων αιτιάσεων και συκοφαντιών,
προσβολής της προσωπικότητάς τους και συστηματικής συναισθηματικής τους
κακοποίησης.
Ο Χ.Π., μέλος Διδακτικού & Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) σε ελληνικό ΑΕΙ, έχει υπάρξει επί χρόνια θύμα τέτοιας παρενόχλησης. «Τι να πρωτοθυμηθώ. Έχω βρεθεί αποκλεισμένος από μεταπτυχιακό πρόγραμμα παρόλο που ήταν το αντικείμενό μου», λέει στην «Κ» υπό τον όρο της ανωνυμίας. Ενορχηστρωτής του αποκλεισμού ήταν συνάδελφος μεγαλύτερης βαθμίδας που επιθυμούσε να προωθήσει άλλον υποψήφιο και είχε τη δυνατότητα να ελέγχει και να καθοδηγεί τους υπολοίπους. «Όταν πρόκειται για συναδέλφους που είναι σε διαδικασία εξέλιξης, φοβούνται να πάνε κόντρα. Αν δεν συμφωνήσουν θα έχουν προβλήματα στη δική τους καριέρα». Όταν ο Χ.Π. αντέδρασε πυροδότησε μια πιο προσωπική εμπάθεια από την άλλη πλευρά. «Άρχισε να χτυπά τους συνεργάτες μου, προκειμένου να επηρεάσει εμένα, να γίνεται προσπάθεια να αποκρύπτονται γεγονότα όπως προκηρύξεις, να λένε άλλη ημερομηνία για να χάσουμε τις προθεσμίες κ.ά. Έφτασε να διεκδικεί αντικείμενο που δεν του ανήκει μόνο και μόνο για να μου μειώσει την ισχύ. Αδιανόητα πράγματα». Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει ειδική υπηρεσία στο ελληνικό πανεπιστήμιο όπου μπορούν οι εργαζόμενοι να καταφύγουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Εκείνη την περίοδο ανέπτυξε ένα τρέμουλο στο χέρι και μερικό τραυλισμό. «Επανέρχονται και τα δύο κάθε φορά που στρεσάρομαι έκτοτε. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν και την προσωπική μου ζωή, αφού δεν είχα την ψυχική ηρεμία να ασχοληθώ με την οικογένεια και τα παιδιά μου με τον τρόπο που έπρεπε».
Το σοκ ήταν μεγάλο. «Όταν εισέρχεσαι στον ακαδημαϊκό χώρο και αν ως άνθρωπος έχεις μεγαλώσει σε περιβάλλον με κάποιους ηθικούς κώδικες αναμένεις ότι θα μπορέσεις να αναπτυχθείς σε ένα πλαίσιο γόνιμο, δημιουργικό, δημοκρατικό, με διαφάνεια, αξιοκρατία, συνεννόηση, όλα αυτά δηλαδή που θέλουμε να διδάσκουμε και στους φοιτητές μας. Αυτά δηλαδή που θέλουμε να περάσουμε στα παιδιά, πρέπει πρώτα εμείς οι ίδιοι να τα καλλιεργούμε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις». Πλέον έχει μάθει να προσαρμόζεται. «Δεν παύουν όμως να με εκπλήσσουν κάθε φορά, το οποίο είναι καλό γιατί σημαίνει ότι δεν έχω διαβρωθεί. Απλώς έχω μάθει να μη με καταβάλλουν».